ασχετος

ασχετος
    ἄσχετος
    ἄ-σχετος
    v. l. ἀάσχετος 2
    1) неудержимый, неукротимый
    

(μένος Hom.)

    2) невыносимый, нестерпимый
    

(πένθος Hom.; δίψος Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ασχετος" в других словарях:

  • ἄσχετος — not to be checked masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσχετος — η, ο (AM ἄσχετος, ον) αυτός που δεν έχει καμία σχέση με άλλον αρχ. μσν. 1. ακράτητος, ασυγκράτητος 2. ακαταμάχητος 3. απεριόριστος, υπέρμετρος 4. απόλυτος νεοελλ. αδαής, ακατατόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + (θ.) σχ , έσχον (αόρ. β του έχω)] …   Dictionary of Greek

  • άσχετος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει σχέση, συνάφεια με κάτι άλλο, διαφορετικός, ανεξάρτητος: Αυτά που είπες είναι τελείως άσχετα με το ζήτημά μας. 2. αυτός που δε σχετίζεται, δεν έχει κοινωνική σχέση ή γνωριμία με κάποιον: Η οικογένειά μου είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσχετωτέρων — ἄσχετος not to be checked fem gen comp pl ἄσχετος not to be checked masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχέτως — ἄσχετος not to be checked adverbial ἄσχετος not to be checked masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀάσχετον — ἄσχετος not to be checked masc/fem acc sg (epic) ἄσχετος not to be checked neut nom/voc/acc sg (epic) ἀάσχετος masc/fem acc sg ἀάσχετος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσχετον — ἄσχετος not to be checked masc/fem acc sg ἄσχετος not to be checked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχέτοις — ἄσχετος not to be checked masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχέτου — ἄσχετος not to be checked masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχέτους — ἄσχετος not to be checked masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχέτων — ἄσχετος not to be checked masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»